δανειστικός — concerning loans masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δάνειο ή το δανειστή: Οι περισσότερες δημόσιες βιβλιοθήκες είναι δανειστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανειστικῶν — δανειστικός concerning loans fem gen pl δανειστικός concerning loans masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικόν — δανειστικός concerning loans masc acc sg δανειστικός concerning loans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικοῖς — δανειστικός concerning loans masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικοί — δανειστικός concerning loans masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικοῦ — δανειστικός concerning loans masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικούς — δανειστικός concerning loans masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικῆς — δανειστικός concerning loans fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek